ανεμιστήρι

ανεμιστήρι
το
-ιού, φτερό, ριπίδι, βεντάγια, χειροκίνητο όργανο με το οποίο αερίζει ή αερίζεται κανείς: Μερικά ανεμιστήρια είναι πανάκριβα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ανεμιστήρι — κ. ριο, το 1. βεντάλια ή φυσερό με το οποίο κάνουμε αέρα 2. χώρος που τοποθετούνται αντικείμενα για ν’ αεριστούν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”